ἀρρύπαρος
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρύπᾰρος: -ον, ὁ μὴ ῥυπαρός, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 40, σ. 671Β, Εὐστ. Πονημάτ. 152, 58: οὕτω καὶ ἄρρυπος, ον, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 119 κλ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀρύ- Cat.Cod.Astr.1.149.8, Gr.Naz.M.36.424B
1 limpio, puro, γλῶσσα Eust.Op.152.58
•fig. εἰς δὲ δευτέραν ἡμέραν ὁ γάμος ἀρρυπαρότερος An.Ox.3.186.6, cf. Cat.Cod.Astr.l.c., del nacimiento de Cristo, Cyr.H.Catech.12.32, 17.6.
2 adv. -ως sin mancha υἱὸν ἀνθρώπου, ἐκ τῆς Παρθένου προελθόντα ... ἀ. Gr.Naz.l.c.
German (Pape)
nicht schmutzig, rein, Sp.