ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.
épq. c. εὔσελμος.
ἐΰσσελμος: Hom. = εὔσελμος.
ἐΰσσελμος: ἐΰσσωτρος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔσελμος, εὔσωτρος.
ἐΰσσελμος, -ον (Α)βλ. εύσελμος.
ἐΰσσελμος: ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί εὔ-σελμος, εὔ-σωτρος.
ep. = εὔσελμος.