Olympus
English > Greek (Woodhouse)
(Mt.) Ὄλυμπος, ὁ
Olympian, adj.: Ὀλύμπιος. Fem. adj., Ὀλυμπιάς, -άδος.
Temple of Olympian Zeus: Ὀλυμπιεῖον, τό.
(Mt.) Ὄλυμπος, ὁ
Olympian, adj.: Ὀλύμπιος. Fem. adj., Ὀλυμπιάς, -άδος.
Temple of Olympian Zeus: Ὀλυμπιεῖον, τό.