νουσομελής

Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, with diseased limbs, Man.4.476.

Greek (Liddell-Scott)

νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.

Greek Monolingual

νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].

German (Pape)

ές, mit kranken Gliedern, βροτοί, Maneth. 4.476.