χορδότονος

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ον, Pass., stretched with strings, λύρα S. Fr. 244 (lyr.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.

Russian (Dvoretsky)

χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).

German (Pape)

mit Saiten bespannt, λύρα Soph. frg. 232; Poll. 4.62.