τεντώνω

From LSJ

τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge

Source

Greek Monolingual

Ν τέντα
1. τείνω, διατείνω, τανύωτεντώνω το σχοινί»)
2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνωτεντώνω το πανί»)
3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα
4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει»)
5. μέσ. τεντώνομαι
α) τανιέμαι, ανακλαδίζομαι («τεντώθηκε στο κρεβάτι»)
β) μτφ. επιδεικνύω μεγάλη αυταρέσκεια, κορδώνομαι, καμαρώνω («τεντώνεται σαν κόκορας»)
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεντωμένος, -η, -ο
(κυρίως στη φρ.) «έχει τεντωμένα νεύρα» — είναι πολύ οργισμένος ή πολύ ευερέθιστος
7. φρ. α) «μην τεντώνεις το σχοινί» — μην ωθείς τα πράγματα στα άκρα
β) «τά τέντωσε»
μτφ. πέθανε
γ) «τεντώνω τ' αφτιά μου» — ακούω με τεταμένη προσοχή.