καταράκτης

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. καταρράκτης.

Russian (Dvoretsky)

καταράκτης: = καταρράκτης I.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.

Greek Monolingual

καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.

German (Pape)

v.l. für καταρράκτης.