συντέλεσμα

Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ατος, τό, A joint contribution, Al.Esdr.4.13, PLips.64.39 (iv A.D.). II completion, Brut.Ep. Praef. III solution of a problem, ἡ τετρακτὺς πρὸς πολλὰ διατείνει φυσικὰ σ. Porph.VP20.

Greek (Liddell-Scott)

συντέλεσμα: τό, κοινὴ συνδρομή, συνεισφορά, Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. συμπλήρωσις, Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συντελῶ
1. συνεισφορά
2. συμπλήρωση
3. λύση προβλήματος.

German (Pape)

τό, gemeinschaftliche Abgabe, Sp. – Beendigung, Vollbringung, Sp.