συνεισφορά
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἡ, joint contribution, Poll.8.157, Arch.Pap.6.219 (Elephantine, ii A.D.), OGI 609.17 (Syria, iii A.D.), CIG4422 (Trajanopolis), Asp. in EN73.22.
German (Pape)
[Seite 1011] ἡ, gemeinschaftliches Beitragen, gemeinschaftlicher Beitrag; D. Hal. 4, 11; Liban.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισφορά: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ εἰσφορά, τὸ συνεισφέρειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4422, 4551, Πολυδ. Η΄, 157.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνεισφέρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεισφέρω, η από κοινού εισφορά
νεοελλ.
1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που συνεισφέρει καθένας από τους συνεταίρους για τον απαρτισμό του εταιρικού κεφαλαίου
2. (ναυτ. δίκ.) ο θεσμός της κοινής αβαρίας σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα που διασώθηκαν συνεισφέρουν για την κάλυψη των ζημιών των πραγμάτων εκείνων που θυσιάστηκαν για την κοινή σωτηρία
3. (κληρον. δίκ.) υποχρέωση που επιβάλλει ο νόμος στα παιδιά και, ενδεχομένως, σε απώτερους κατιόντες του κληρονομουμένου να συνυπολογίσουν στην κληρονομική μερίδα τους όσα αυτός τους έδωσε χαριστικά όσο ζούσε.