συνεισφορά
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, joint contribution, Poll.8.157, Arch.Pap.6.219 (Elephantine, ii A.D.), OGI 609.17 (Syria, iii A.D.), CIG4422 (Trajanopolis), Asp. in EN73.22.
German (Pape)
[Seite 1011] ἡ, gemeinschaftliches Beitragen, gemeinschaftlicher Beitrag; D. Hal. 4, 11; Liban.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισφορά: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ εἰσφορά, τὸ συνεισφέρειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4422, 4551, Πολυδ. Η΄, 157.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνεισφέρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεισφέρω, η από κοινού εισφορά
νεοελλ.
1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που συνεισφέρει καθένας από τους συνεταίρους για τον απαρτισμό του εταιρικού κεφαλαίου
2. (ναυτ. δίκ.) ο θεσμός της κοινής αβαρίας σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα που διασώθηκαν συνεισφέρουν για την κάλυψη των ζημιών των πραγμάτων εκείνων που θυσιάστηκαν για την κοινή σωτηρία
3. (κληρον. δίκ.) υποχρέωση που επιβάλλει ο νόμος στα παιδιά και, ενδεχομένως, σε απώτερους κατιόντες του κληρονομουμένου να συνυπολογίσουν στην κληρονομική μερίδα τους όσα αυτός τους έδωσε χαριστικά όσο ζούσε.
Translations
contribution
Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג