νυκτιδρόμος
English (LSJ)
ον, running by night, Orph.H.9.2, cf. Hymn. in Sammelb.4127 (Talmis).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτιδρόμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς τρέχων, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτιδρόμος, -ον (Α)
βλ. νυκτοδρόμος.
Léxico de magia
-ον que corre por la noche ἀκρουροβόρε νυκτιδρόμε, ὁρκίζω σε κατὰ τῶν φρικτῶν σου ὀνομάτων tú que te muerdes la cola, que corres por la noche, a ti te conjuro por tus nombres terroríficos SM 49 48 SM 57
German (Pape)
bei Nacht laufend; νυκτιδρόμου σύριγγος ἰά, v.l. νυκτίβρομος, Eur. Rhes. 552; μήνη, Orph. H. 8.2.