νυκτικρυφής

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, hidden by night, Arist.Metaph.1040a31.

Russian (Dvoretsky)

νυκτικρῠφής: скрывающийся ночью (ἥλιος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικρῠφής: -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.

Greek Monolingual

νυκτικρυφής, -ές (Α)
αυτός που κρύβεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + κρυφής (< θ. κρυφ- του κρύπτω, πρβλ. κρυφός)].

German (Pape)

ές, des Nachts sich verbergend, Arist. metaph. 6.15.