κοτυλίσκιον

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, v. κοτυλίσκος.

Greek Monolingual

κοτυλίσκιον, τὸ (Α) κοτύλη
ο κοτυλίσκος.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίσκιον: τό маленькая чашечка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλίσκιον -ου, τό, demin. van κοτύλη, bekertje.

German (Pape)

τό, eigtl. dim. zu κοτυλίσκη, Ar. Ach. 459, etwa das Becherleinchen.