κοτυλίσκος
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κοτύλη,
A little cup, Ar.Fr.380, etc.:—also κοτυλίσκη, ἡ, Pherecr.69; κοτυλ-ίσκιον, τό, Ar.Ach. 459.
II a kind of cake, Heracleo ap.Ath.14.647b.
III pit used for sacrificing to Earth, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 coupe sacrée aux fêtes de bacchus;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: κοτύλη.
German (Pape)
ὁ, = κοτυλίσκη, nach Ath. XI.479c ein heiliger, bei den Festen des Bacchus gebrauchter Becher. – Auch eine Art Kuchen, Ath. XIV.647b.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλίσκος: ὁ священная чаша (в празднествах Вакха) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοτύλη, μικρὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· ὡσαύτως κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «βόθρος εἰς ὃν τὸ αἷμα τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοτυλίσκος, ὁ (Α)
1. μικρό ποτήρι
2. είδος πίτας
3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα στο οποίο έριχναν το αίμα τών ζώων που θυσίαζαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερίσκος, ορμίσκος)].