εὐπερίχυτος

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίχῠτος: легко разливающийся, текучий (στοιχεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.

Greek Monolingual

εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].

German (Pape)

leicht umherzugießen, sich leicht verbreitend, Plut. prim.frig. 21.