διοδοιπορέω

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

= διοδεύω (travel through), τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Hdt.8.129, cf. J. Ap.2.16.

Spanish (DGE)

viajar por, atravesar τὰς δύο μοίρας (τῆς ὁδοῦ) Hdt.8.129, τὴν ἄνυδρον ... καὶ πολλὴν ψάμμον I.Ap.2.157, ὁδόν Ezech.169 (cj.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pqp. épq. 3ᵉ pl. διωδοιπορήκεσαν;
faire route à travers.
Étymologie: διά, ὁδοιπορέω.

Greek (Liddell-Scott)

διοδοιπορέω: διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Ἡρόδ. 8. 129.

Russian (Dvoretsky)

διοδοιπορέω: Her. = διοδεύω.

Middle Liddell

fut. ήσω = διοδεύω, Hdt.]

German (Pape)

durchgehen, -reisen, Her. 8.129 und Sp.