διοδεύω
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
travel through, τὴν χώραν Plb.2.15.5; march through, Plu.Ages.17; πανδοκεῖον Arr.Epict.2.23,26; διὰ τῶν νομῶν OGI665.22 (Oasis Magna): c. gen., διοδεύσει πάντων ἡ τύχη J.BJ3.8.7: abs., X.Eph.4.1; pass away, of the cause of disease, Gal.8.20:—Pass., Sor.2.59, AP 9.708 (Phil.).
Spanish (DGE)
I tr.
1 atravesar, recorrer τὴν χώραν Plb.2.15.5, τὴν Ἀμφίπολιν Act.Ap.17.1, τὴν Φωκίδα Plu.Ages.17, τὴν ἄλλην Αἴγυπτον X.Eph.5.2.7, τὰ ἴδια ὅρια Vett.Val.137.18, cf. 163.1, Synes.Ep.66, Ἥλιε κ[όσμ] ον ὅλον διοδεύων καθ' ἡμέραν ICil.48.4 (III d.C.), en v. pas. σήραγγες, ἠέρι διοδεύμεναι (sic) Hp.Ep.23, (ἡ ἅλς) διοδευομένη δ' ὑπὸ ναύταις AP 9.708 (Phil.), διοδευθησομένων ὑπὸ τοῦ ἐμβρύου χωρίων Sor.136.4, τὰ ... κέλλια μὴ διοδεύεσθαι παρ' αὐτοῦ SB 6000.31 (VI d.C.)
•fig. τὸ νυκτερινὸν διοδεύων del pueblo israelita Orac.Sib.3.250, πᾶν πάθος Iren.Lugd.Haer.1.4.5.
2 hallar en el camino, encontrar πανδοκεῖον καλόν Arr.Epict.2.23.36, χαίρετε πάντες οἱ διοδεύοντες τὴν πύελον ταύτην SEG 36.1157 (Bitinia, crist.), χαίρετε πάντες οἱ διοδεύοντες τὴν πύελον ταύτην SEG 36.1157 (Bitinia, imper.).
II intr.
1 pasar κατὰ πόλιν καὶ κώμην Eu.Luc.8.1, οἱ διοδεύοντες διὰ τῶν νομῶν στρατιῶται καὶ ἱππεῖς los soldados y jinetes que están en tránsito por los nomos, ITemple of Hibis 1.22 (I d.C.), cf. IEJ 16.1966.59.28 (Escitópolis, Siria II a.C.), γεφύρας ... δι' ὧν καὶ ἅμαξαι δ. δυνήσονται καὶ πάντα τὰ τετράποδα INikaia 1.7 (II d.C.), διὰ Μαρίας διοδεύων de Cristo, Iren.Lugd.Haer.1.7.2
•en v. med. mismo sent. διοδεύμενοι διὰ τῆς προυπαρχούση[ς ἐκ] τοῦ πύργου εἰς τὴν ῥύμην διόδου BGU 1273.56 (III a.C.)
•atravesar una región o lugar ὁ βασιλεὺς ὁ Περσῶν, ὅτε διοδεύοι, τρεῖς ἡμέρας ἔμενε Arist.Mir.832a28, πολὺ γὰρ πλῆθος ἐμπόρων τὸ διοδεῦον ἦν pues era grande la multitud de mercaderes que atravesaba la región X.Eph.4.1.5, ἕως ἂν ὅλον τὸ τοῦ ἐμβρύου σῶμα διοδεύσῃ Sor.141.30
•fig. c. gen. διοδεύσει πάντων οὕτως ἡ τύχη y así el destino recorrerá a todos I.BI 3.389.
2 fig. pasar, cesar, desvanecerse la causa de una enfermedad, Gal.8.20, ἡ μὲν εὐφημία διώδευσεν, οἱ δὲ πόνοι ἐλύθησαν Nil.M.79.1109C.
3 penetrar (ὀσμὴ μύρου) λεπτὴ διοδεύουσα δύναμις Hippol.Haer.10.11.2.
French (Bailly abrégé)
impf. διώδευον;
faire route à travers, traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, ὁδός.
German (Pape)
durchgehen, -reisen; τὴν χώραν Pol. 2.15.2, und Sp., wie Plut. Ages. 17. – Pass., διοδευομένη ὑπὸ ναύταις Philp. 74 (IX.708).
Russian (Dvoretsky)
διοδεύω: проходить, проезжать (τὴν χώραν Polyb., Plut.; τρεῖς ἡμέρας Arst.; διοδευομένη ὑπὸ ναύταις ἅλς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
διοδεύω: διέρχομαι ὁδεύων, τὴν χώραν Πολύβ. 2. 15. 5, πρβλ. Πλούτ. Ἀγησ. 17· πανδοκεῖον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 23, 26· διὰ τῶν νομῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 4965. 20. -Παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 708.
English (Strong)
from διά and ὁδεύω; to travel through: go throughout, pass through.
English (Thayer)
imperfect διωδευον; (1st aorist διώδευσα);
1. to pass or travel through: τόπον τινα, Sept., Polybius, Plutarch, others).
2. to travel hither and thither, go about: with κατά πόλιν καί κώμην added, through city and village, Luke 8:1.
Greek Monolingual
(AM διοδεύω) οδεύω
1. περνώ ανάμεσα, διέρχομαι, πορεύομαι
2. περνώ απέναντι
3. διέρχομαι, περνώ
αρχ.
1. (για αρρώστια) παρέρχομαι
2. επεκτείνομαι
3. πεθαίνω.
Greek Monotonic
διοδεύω: μέλ. -σω, πορεύομαι ανάμεσα σε, οδοιπορώ δια μέσου, με αιτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. σω
to travel through, c. acc., Plut.
Chinese
原文音譯:diodeÚw 笛-哦丟哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-道路
字義溯源:旅行通過,經過,周遊,旅遊;由(διά)*=通過)與(ὁδεύω)=行路)組成;其中 (ὁδεύω)出自(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)。參讀 (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 經過(1) 徒17:1;
2) 周遊(1) 路8:1
Léxico de magia
recorrer como acción de la divinidad ἧκε μοι, ... ὁ τὸν ὑπὸ γῆν διοδεύων πόλον καὶ πυρίπνεος <ἀνατέλλ>ων ven a mí, tú que recorres el polo bajo tierra y surges respirando fuego (ref. a Helios) P I 33 P II 120 P XXIIb 21