πρωτόσπορος

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ον, Pass., first sown or generated, Theodect. 18, Nonn. D. 9.142, etc.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).

German (Pape)

zuerst gesät, gezeugt; ἀρχή, Luc. amor. 32, wie Coluth. 62; Ἥρη, Nonn. D. 9.142; Christus, θεοῦ φωνή, Claudian. (I.19).