ὁ, wild φάγρος, Opp.H. 1.140.
-ου, ὁ pez desconocido (tal vez var. por ὀξυ-, ὀψο-) Opp.H.1.140.
ἀγριόφαγρος: ὁ ἄγριος φάγρος, φαγρί, (εἶδος ἰχθύος) Ὀππ. Ἁλ. 1.140.
wilde φάγρος.