μαλακόκισσος

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ὁ, = μῖλαξ λεία, Gp.2.6.31.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grand liseron plante, autre nom du σμῖλαξ λεῖα.
Étymologie: μαλακός, κισσός.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόκισσος: ὁ, εἶδος κισσοῦ λείου ἢ περιπλοκάδος, Γεωπ. 2. 6, 31.

Greek Monolingual

μαλακόκισσος, ὁ (Μ)
το φυτό σμίλαξ η λεία.

German (Pape)

ὁ, = σμῖλαξ λεία, convolvulus, Geop.