εὐπροσηγορία

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, affability, Isoc.1.20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.

Russian (Dvoretsky)

εὐπροσηγορία:обходительность, общительность, приветливость Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.

English (Woodhouse)

affability

German (Pape)

ἡ, Umgänglichkeit, Freundlichkeit, Isocr. 1.20; Cic. Att. 12.40.