τραχηλιμαῖος

Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. τραχηλιαῖος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du cou.
Étymologie: τράχηλος.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιμαῖος: ἴδε ἐν λ. τραχηλιαῖος.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
τραχηλιαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχ-ιμαίος].

German (Pape)

τραχηλιαῖος, zweifelhaft., s. Lobeck Phryn. 558.