σφενδονιστής

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = -ήτης, Them.Or.11.152c.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονιστής: -ίτης, συχνὴ διάφορ. γραφὴ ἀντὶ σφενδονήτης.

Greek Monolingual

ο, NA σφενδονίζω
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με σφενδόνη.

German (Pape)

ὁ, = σφενδονίτης, LXX.