τραχυόστρακος

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, rough-shelled, Arist.HA528a23.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυόστρᾰκος: с неровной раковиной (sc. κόγχαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ ὄστρακον, ἔστι δ’ ὁ κτεὶς τραχυόστρακος Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).

Greek Monolingual

και τραχεόστρακος, -ον, Α
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ-όστρακος, σκληρ-όστρακος].

German (Pape)

[τρᾱχ], mit rauher, harter Schale, Arist. H.A. 4.4 bei Ath. III.88a, Gegensatz μαλακόστρακος.