λυκοειδής

Revision as of 19:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")

English (LSJ)

ές, A wolf-like, Eust. 856.51. II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές (Α λυκοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύκο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ειδής].

German (Pape)

ές, wolfsähnlich, -artig, bes. von der Farbe, ζῷα, Vetera Lexica.