ανάμικτος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάμικτος, -ον) αναμείγνυμι
αυτός που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πράγματα ή ποιότητες του ίδιου πράγματος, που έχει υποστεί ανάμιξη, ανακατεμένος, ανάκατος
νεοελλ.
ο μη καθαρός, μη αγνός, νοθευμένος.