νεφρομήτρα

Revision as of 19:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

νεφρομήτρα, ἡ (Α)
συν. στον πληθ. αἱ νεφρομῆτραι
το σύνολο τών γύρω από την οσφύ μυών μέσα στους οποίους βρίσκονται οι νεφροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + μήτρα.

German (Pape)

ἡ, d.i. νεφρῶν μήτηρ, gew. im plur. die Lendenmuskeln, innerhalb deren die Nieren liegen, Medic. Bei Ath. IX.399b νευρομήτρα, und so auch sonst in Vetera Lexica.