νεῖρα

Revision as of 15:02, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

v. νειρός¹ 2 and νείαιρα.

Russian (Dvoretsky)

νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)
1 нижняя часть живота Eur.;
2 внутренности Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.

Greek Monotonic

νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεῖρα, ορ νείρα, ἡ, [contr. for νείαιρα, Aesch.]

German (Pape)

ἡ, od. νείρα, = νείαιρα, der Unterleib, das Innerste, Aesch. Ag. 1458, l.d.; Hesych. erkl. νεῖραι durch κατώταται.