ἤλεκτρος
English (LSJ)
ὁ or ἡ, = ἤλεκτρον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 ambre jaune, succin;
2 or.
Étymologie: R. Ἀλκ, briller.
German (Pape)
ὁ, und ἡ, Sp., = τὸ ἤλεκτρον.
ὁ or ἡ, = ἤλεκτρον.
ου (ὁ, ἡ)
1 ambre jaune, succin;
2 or.
Étymologie: R. Ἀλκ, briller.
ὁ, und ἡ, Sp., = τὸ ἤλεκτρον.