ἤλεκτρον

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤλεκτρον Medium diacritics: ἤλεκτρον Low diacritics: ήλεκτρον Capitals: ΗΛΕΚΤΡΟΝ
Transliteration A: ḗlektron Transliteration B: ēlektron Transliteration C: ilektron Beta Code: h)/lektron

English (LSJ)

τό, and ἤλεκτρος, ὁ or ἡ (gender indeterminate in Hom., Hes., and Pl., neut. in Hdt.3.115, Thphr. HP 9.18.2, Ti.Locr.102a, masc. in S.Ant.1038 codd., Eust.ad D.P.293, fem. in Ar.Eq.532, Alex. Aphr.Pr.Praef.),
A amber (cf. Ἠλεκτρίδες) , [ὅρμος] μετὰ.. ἠλέκτροισιν (i.e. pieces of amber) ἔερτο Od.15.460, cf. 18.296, Hdt.3.115, Pl.Ti. 80c, Phld.Sign.1, D.L.1.24, etc.; ἠλέκτρου λιβάδες A.R.4.606.
II an alloy of gold and silver, χρυσοῦ τ' ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ' ἐλέφαντος Od.4.73, cf. Hes.Sc.142, Hom.Epigr.15.10, Pytheas ap.Ath. 11.465d; τἀπὸ Σάρδεων ἤ. S.Ant.1038 (cj.): in plural, of the pegs of a lyre, ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων Ar.Eq.532. (The two senses are difficult to distinguish in early Poetry; cf. Paus.5.12.7, Plin.HN33.80, 37.31. The word is connected with ἠλέκτωρ.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 ambre jaune, succin;
2 or.
Étymologie: R. Ἀλκ, briller.

German (Pape)

τό, Her. und Folgde gew., auch ἤλεκτρος, ὁ, Soph. Ant. 1025, und ἡ, Sp.; vgl. Ar. an der unten angeführten Stelle; bei Hom. und Hes. ist das genus nicht zu erkennen; Elektron, bei Hom. dreimal in der Od., als Schmuck der Wände im Pallaste des Menelaos, χαλκοῦ τε στεροπὴν – χρυσοῦ τ' ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ' ἐλέφαντος 4.73, im plur. 15.460, 18.295, vom Halsbande, ὅρμον χρύσεον ἠλέκτροισιν ἐερμένον ἠέλιον ὥς, womit Hes. Sc. 142 zu vgl., ἠλέκτρῳ θ' ὑπολαμπὲς ἔην χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον, wie Pytheas bei Ath. XI.465d, κυλίκων ἀργυρέων χρυσοῦ τε καὶ ἠλέκτροιο φαεινοῦ; überall neben Gold und Silber genannt, nach den Zeugnissen der Alten eine natürliche Metallmischung von etwa vier Teilen Gold und einem Teile Silber, die auch künstlich bereitet wurde; vgl. Paus. 5.12.7; Plin. H.N. 33.23. So scheint es auch Soph. zu nehmen, der τὸν πρὸς Σάρδεων ἤλεκτρον Ant. 1025 neben Ἰνδικὸν χρυσόν nennt; Sardes war, wie der vorbeifließende Paktolus, reich an Gold; – Her. sagt 3.115 vom Eridanus her τὸ ἤλεκτρον φοιτᾶν λόγος ἐστί, bestimmt es nicht näher, meint aber sicher schon Bernstein; denn dieser erhielt von der Ähnlichkeit der Farbe mit jener Metallmischung diesen Namen, wurde den Griechen durch die Phönizier zugeführt und stand mit jenen edlen Metallen in gleich hohem Wert. Unzweifelhaft ist Bernstein gemeint bei Plat. Tim. 80c, τὰ θαυμαζόμενα ἠλέκτρων περὶ τῆς ἕλξεως; vgl. Tim.Locr. 101e. – Buttmann in seiner Abhandlung über das Elektron hält das homerische Elektron schon für Bernstein, nach dessen Farbe dann erst die Metallmischung so genannt sei.
Bei Ar. Eq. 531 heißt es vom alternden Kratinus ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ' ἐνόντος, wo etwas mit Elektron Verziertes gemeint ist, wie der Schol. sagt, die Füße des Ruhebettes, die damit ausgelegt gewesen, worauf sich auch Phot. lex. bezieht: ἠλέκτραι, τὰ ἐν τοῖς κλινόποσι τῶν σφιγγῶν ὄμματα; Schol. Ar. κλῖναι τοὺς πόδας εἶχον ὠφθαλμισμένους; Andere deuten es angemessener auf die Wirbel seiner nicht mehr Ton haltenden Leier. – Der Name wird entweder, wenn Bernstein die älteste Bdtg ist, von ἕλκειν abgeleitet, ἕλκητρον, ἕλκτρον, gleichsam der Zieher, der Zugstein, von seiner elektrischen Anziehungskraft so benannt; od. wenn die Metallmischung zuerst so hieß, von ἠλέκτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἤλεκτρον: τό и ἤλεχτρος ὁ и ἡ
1 янтарь (χαλκοῦ στεροπὴ χρυσοῦ τ᾽ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ᾽ ἐλέφαντος Hom.): Ἠριδανὸς ποταμός, ἀπ᾽ ὅτευ τὸ ἤ. φοιτᾶν λόγος ἐστί Her. река Эридан, откуда, говорят, приходит (привозится) янтарь;
2 электр(он) (сплав из 80 % золота и 20 % серебра): ὁ πρὸς Σάρδεων ἤ. Soph. сардское золото (река Пактол славилась золотым песком); αἱ ἤλεκτροι Arph. золотые колки (на лире Кратина).

Greek (Liddell-Scott)

ἤλεκτρον: τό, καὶ ἤλεκτρος, ὁ ἢ ἡ, (διότι ὑπάρχει μεγάλη ποικιλία ἐν τῇ χρήσει τοῦ γένους)· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. εἶναι ἄδηλον· οὐδέτ. παρ’ Ἡροδ. 3. 115, Πλάτ. Τιμ. 80C καὶ Θεοφρ., ἀρσεν. παρὰ Σοφ. Ἀντ. 1038 καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, θηλυκὸν δὲ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 532 (ἂν καὶ ἐνταῦθά τινες γράφουσιν ἠλεκτρῶν, ἐξ ὀνομ. ἠλέκτρα). Τὸ ἤλεκτρον, λέξις ἀπαντῶσα τρὶς ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. ἐν Δ. 73, ἔνθα ὁ Τηλέμαχος ἐν τῷ ἀνακτόρω τοῦ Μενελάου θαυμάζει τὴν λαμπρότητα (στεροπὴν) χρυσοῦ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ’ ἐλέφαντος, καὶ ἐν Ο. 460, Σ. 296, ἔνθα χρυσοῦν περιδέραιον λέγεται ὅτι ἦτο κεκοσμημένον διά τεμαχίων ἠλέκτρου, μετ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο, ἠλέκτροισιν ἐερμένον· - οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. 142, ἡ ἀσπὶς τοῦ Ἡρακλέους, τιτάνῳ λευκῷ τ’ ἐλέφαντι ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην χρυσῷ τε φαεινῷ, καὶ ἐν Ἐπ. Ὁμ. 15. 10, ἡ πλουσία νύμφη χαρακτηρίζεται ὡς ἠλέκτρῳ βεβαυῑα, ἱσταμένη ἐπὶ ἐδάφους κεκοσμημένου δι’ ἠλέκτρου· ο Σοφ. ὡσαύτως (Ἀντ. 1038) ἀναφέρει τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον.. καὶ τὸν Ἰνδικὸν χρυσόν, καὶ ὁ Πυθέας παρ’ Ἀθην. 465D ἀναφέρει αὐτὸ μετὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου· ὁ Ἡρόδ. 3. 115 λέγει ἁπλῶς ὅτι ἐφέρετο ἔκ τινος ποταμοῦ Ἠριδανοῦ ὄντος ἐν τῇ δυσμ. ἐσχατιᾷ τῆς Εὐρώπης· ἐνῷ αἱ νῆσοι Ἠλεκτρίδες τοποθετοῦνται πρὸ τοῦ ποταμοῦ Πάδου ὑπὸ τοῦ Στράβωνος 215, καὶ ἐν τῇ Βορεία θαλάσσῃ ὑπὸ τοῦ Πλιν. 4. 30· ὁ δὲ Κτησίας λέγει ὅτι ἐφέρετο ἐξ Ἰνδιῶν. Ἐκ πάντων τούτων οὐδεὶς λέγει τί ἦτο. Ἀλλ· ὁ Παυσ. (5. 12, 7), καὶ ὁ Πλίνιος (33. 23., 37. 2, 11) διακρίνουσι τὸ ἤλεκτρον ὡς ἑξῆς: 1) τὸ παρ’ ἡμῖν ἤλεκτρον (κεχριμπάρι), ὅπερ πιθ. ἐννοεῖται παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἡροδ., βεβαίως δὲ παρὰ Πλάτ. Τιμ. 80C, καὶ τοῖς μεταγεν., καὶ 2) μεταλλικόν τι μῖγμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, περιγραφόμενον ὑπὸ τοῦ Στράβ. σ. 146 ὡς τὸ μεμιγμένον καθίζημα (κάθαρμα), ὅπερ ὑπολείπεται μετὰ τὴν πρώτην χώνευσιν τοῦ ὁρυκτοῦ χρυσοῦ, καὶ ὑπὸ του Πλινίου ὡς περιέχον 1 μέρος ἀργύρου καὶ 4 χρυσοῦ. Πιθανῶς ὁ ἀνοικτοῦ χρώματος χρυσὸς (λευκός χρυσὸς), ὃν ὁ Κροῖσος ἀνέθηκεν εἰς τοῦς Δελφούς (Ἡρόδ. 1. 50), ἦτο ἤλεκτρον. καὶ τοῦτο σημαίνει ὁ Σοφοκλῆς λέγων Σάρδεων ἤλεκτρον. Παρατηροῦμεν ἔτι ὅτι τὰ νομίσματα πόλεων τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς μικρᾶς Ἀσίας περιέχουσι μῖγμα ἀργύρου. - Πολλοὶ ἐκλαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὸ μεταλλικὸν τοῦτο ἤλεκτρον παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἰσχυριζόμενοι ὅτι τὸ κυρίως ἤλεκτρον ἦτο ἄγνωστον, ἔως ὅτου οἱ Φοίνικες εἰσήγαγον αὐτὸ κατὰ νεωτέραν ἐποχὴν (ἂν καὶ παρατηρητέον ὅτι τό περιδέραιον τὸ περιγραφόμενον ἐν Ὀδ. Ο. 460 ἦτο Φοινικικὸν δῶρον· σημειωτέον δὲ καὶ τὸν παλαιὸν μῦθον ὅτι τὸ ἤλεκτρον παρήγετο ἐκ τῶν ἠλεκτροειδῶν δακρύων τῶν ἀδελφῶν τοῦ Φαέθοντος, πρβλ. Ἡλιὰς ΙΙ).- Ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 532, λέγεται περὶ τοῦ Κρατίνου, ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ’ ἐνόντος, ἔνθα ἤλεκτροι εἶναι πιθανῶς οἱ κόλλοπες τῆς λύρας. (Ἡ λέξις ἀναμφιβόλως ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἠλέκτωρ (ἴδε Ὀδ. Σ. 269, ἔνθα λέγεται ὅτι λάμπει ἠέλιος ὥς), ἡ ἔννοια δὲ αὕτη ἐνυπάρχει εἰς τὰ κύρια ὀνόματα Ἠλέκτρα (μήτηρ τῆς Ἴριδος, Ἡσ. Θ. 266) καὶ Ἤλεκτραι (μία τῶν πυλῶν τῶν Θηβῶν), Ἠλεκτρυώνη (θυγάτηρ τοῦ Ἡλίου, Διόδ. 5. 56)· πρβλ. Σανσκρ. arkas (sol), arkis (splendor): - οὐχὶ ἐκ τοῦ ἕλκω (ὡς ὁ Ἀριστοφ. ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ φαίνεται ἐκλαμβάνων αὐτό), διότι ἡ μαγνητικὴ ἰδιότης τοῦ ἠλέκτρου πρῶτον ὑπὸ τοῦ Θάλητος παρετηρήθη κατὰ Διογ. Λ. 1. 24, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 80C. Πρὸς πλήρη ἔρευναν τοῦ ζητήματος ὅρα Ukert ἐν τῷ Zimmerm. Phil. Journ. 1838, ἀριθ. 52-56, C. T. Newton Acts of Soc. of Lit., 1866, Head Hist. Num. σ. 34).

English (Autenrieth)

amber, Od. 4.73. (Od.)

Greek Monotonic

ἤλεκτρον: τό και ἤλεκτρος, ὁ ή ἡ, το ήλεκτρο, λέξη που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει το κεχριμπάρι, όπως πιθανόν σε Όμηρ., Ησίοδ., Ηρόδ.· επίσης, μεταλλικό μείγμα χρυσού και αργύρου, σε αναλογία 1 προς 4, σε Σοφ. κ.λπ.· Στον Αριστοφ., ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων, όπου οι ἤλεκτροι είναι πιθανόν οι σφήνες της λύρας, οι οποίες ήταν φτιαγμένες ή διακοσμημένες με ήλεκτρο (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

ἤλεκτρον, ου, τό,
electron, a word sometimes used to denote amber, as prob. in Hom., Hes. and Hdt.;—sometimes pale gold, a compound of 1 part of silver to 4 of gold, Soph., etc.—In Ar. ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων, the ἤλεκτροι are prob. the pegs of the lyre made of or inlaid with electron. [deriv. uncertain]

Mantoulidis Etymological

(=κεχριμπάρι). Ἀπό τό ἠλέκτωρ (=ὁ λαμπερός Ἥλιος). Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις: Ἠλέκτρα, Ἠλεκτρυώνη.