κυπρίδιος

Revision as of 18:52, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de Cypris;
2 p. ext. tendre, amoureux.
Étymologie: Κύπρις.

Greek Monolingual

κυπρίδιος, -ία, -ον (AM) Κύπρις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη
2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός.

Russian (Dvoretsky)

κῡπρίδιος: (ῐδ) любовный, нежный (ὄαροι Anth.).