λιθοφόρος
English (LSJ)
ον, carrying stones, ὁλκάδες DS. 13.78; κεραῖαι Moschio ap. Ath. 5.208d; ἱερεύς IG 3.296. as substantive λ., ὁ, = λιθοβόλος I. 2, Plb. 4.56.3.
German (Pape)
[Seite 46] Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιθοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte des pierres;
2 ὁ λιθοφόρος machine à lancer des pierres.
Étymologie: λίθος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοφόρος: II ὁ Polyb. = λιθοβόλος.
служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· κεραία Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., λιθοφόρος, ὁ, = λιθοβόλος, Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) λιθοφόρος, ὁ, ἐπίσης ὡς οὐσιαστ., ὄνομα ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (AM λιθοφόρος -ον)
αυτός που μεταφέρει πέτρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λιθοφόρος
α) ιερατικό αξίωμα
β) η πολιορκητική μηχανή λιθοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
λῐθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = λιθοβόλος, σε Πολύβ.
Middle Liddell
λῐθο-φόρος, ον φέρω
carrying stones:—as substantive, = λιθοβόλος, Polyb.