ἐπίσης
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
for ἐπ' ἴσης (sc. μοίρας), v. ἴσος.
German (Pape)
[Seite 977] = ἐπ' ἴσης μοίρας, zu gleichen Teilen, d. i. gleich, z. B. ἐπίσης ἔχει, es ist gleichviel, Her. 7, 501, besser ἐπ' ἴσης geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσης: (правильнее ἐπ᾽ ἴσης) adv. (sc. μοίρας) одинаково, наравне, с равным успехом (διαφέρειν τὸν πόλεμον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσης: ἀντὶ ἐπ’ ἴσης (ἐξυπ. μοίρας), ἴδε ἐν λ. ἴσος IV. 2.
Greek Monolingual
(AM ἐπίσης και ἐπ’ ἴσης)
επίρρ. εξίσου, με τον ίδιο τρόπο
νεοελλ.
1. επί πλέον, προς τούτοις («θέλω επίσης να μού φέρεις...»)
2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ομοιότητα απόψεων, επιθυμιών κ.λπ. («κι εγώ επίσης») ή σε ανταπόδοση ευχών («καλή επιτυχία» — «επίσης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσης (ενν. μοίρας)].
Greek Monotonic
ἐπίσης: αντί ἐπ' ἴσης (ενν. μοίρας), βλ. ἴσος.
Middle Liddell
for ἐπ' ἴσης, (sc. μοίρας) v. sub ἴσος