στήριξις
English (LSJ)
εως, ἡ, A fixed position, Sch.Ar.Nu.1509. 2 determination of a disorder to a particular part, ἐς ὀφθαλμόν Hp.Epid. 4.35; cf. στηρίζω B. 11.2.
Greek (Liddell-Scott)
στήριξις: -εως, ἡ, θέσις ἐστηριγμένη, ἀκίνητος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1509. 2) τὸ ἀπολήγειν ἢ καταλήγειν εἴς τι ἰδιαίτερον μέρος τοῦ σώματος, ἐπὶ νόσου, ἐς ὀφθαλμὸν Ἱππ. 1134Α· πρβλ. στηρίζω Β. ΙΙ. 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στήριξις -εως, ἡ [στηρίζω] het zich vastzetten, het zich vestigen.