κισσόω

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

Att. κιττ-, wreathe with ivy, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν E.Ba. 205; κεκισσωμένος Alciphr.2.3.

German (Pape)

[Seite 1443] mit Epheu umwinden, bekränzen, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν Eur. Bacch. 205. – Adj. verb. κισσωτός, νεβρίς Agath. (VI, 172).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couronner de lierre.
Étymologie: κισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσόω [κισσός] met klimop bekransen.

Russian (Dvoretsky)

κισσόω: обвивать плющом (κρᾶτά τινος Eur.).

Greek Monotonic

κισσόω: μέλ. -ώσω (κισσός), στεφανώνω με κισσό, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κισσόω: Ἀττ. κιττ-, κοσμῶ, στέφω μὲ κισσόν, κρᾶτα κισσώσας ἐμὸν Εὐρ. Βάκχ. 205· κεκισσωμένος Ἀλκίφρων 2. 3.

Middle Liddell

κισσόω, fut. -ώσω κισσός
to wreathe with ivy, Eur.