παρασκευαστός

Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ή, όν, that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.

German (Pape)

[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen.

Russian (Dvoretsky)

παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.

Middle Liddell

παρασκευαστός, όν [from παρασκευάζω
that can be provided, Plat.