παρασκευαστός
From LSJ
English (LSJ)
παρασκευαστή, παρασκευαστόν, that can be provided or procured, Pl.Prt. 319b, 324c.
German (Pape)
[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l'on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.
Middle Liddell
παρασκευαστός, όν [from παρασκευάζω
that can be provided, Plat.