πένθημα

Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ατος, τό, lamentation, mourning, A.Ch. 432(pl., lyr.), Theoc.26.26 (with play on Πενθεύς) ; διπλοῦν πένθιμον δαιμόνων (leg. πένθημ' ὁμαιμόνων) ἔχειν E.Supp.1035.

German (Pape)

[Seite 555] τό, die Trauer, Aesch. Ch. 426 u. folgde Dichter, wie Theocr. 26, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
deuil, tristesse.
Étymologie: πενθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένθημα -ατος, τό πενθέω weeklacht.

Russian (Dvoretsky)

πένθημα: ατος τό горе, скорбь Aesch., Eur., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

πένθημα: τό, θρῆνος, πένθος, Αἰσχύλ. Χο. 432, Θεόκρ. 26. 26· διπλοῦν π. δωμάτων ἔχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1035.

Greek Monolingual

τὸ, Α πενθώ
θρήνος, οδυρμός, πένθος.

Greek Monotonic

πένθημα: -ατος, τό, θρήνος, πένθος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

πένθημα, ατος, τό,
lamentation, mourning, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

mourning, outward tokens of sorrow