πλείσταρχος
English (LSJ)
ον, holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend.