περίττωσις
English (LSJ)
Attic for περίσσωσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίττωσις -εως, ἡ, Ion. περίσσωσις [περιττός] overvloed.
German (Pape)
att. = περίσσωσις.
Attic for περίσσωσις.
περίττωσις -εως, ἡ, Ion. περίσσωσις [περιττός] overvloed.
att. = περίσσωσις.