overvloed
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Dutch > Greek
βάθος, δαψίλεια, πέλαγος, περιουσία, περίττευμα, περίττωσις, πλεονασμός, πλήρωμα, πλοῦτος, περισσεία