overvloed
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Dutch > Greek
βάθος, δαψίλεια, πέλαγος, περιουσία, περίττευμα, περίττωσις, πλεονασμός, πλήρωμα, πλοῦτος, περισσεία