ποιηρός

Revision as of 13:51, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ά, όν, = ποιήεις, E.Ba.1048, Cyc.45, 61 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 648] = ποιήεις; Eur. Cycl. 61; βοτάνα, 45; νάπ ος, Bacch. 1046.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιηρός -ά -όν [~ ποιήεις] grasrijk.

Russian (Dvoretsky)

ποιηρός: травянистый, злачный (νάπος, βοτάνα Eur.).

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
καλυμμένος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. του πόα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].

Greek Monotonic

ποιηρός: -ά, -όν, = ποιήεις, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποιηρός: -ά, -όν, = ποιήεις, Εὐρ. Βάκχ. 1048, Κύκλ. 45, 61.

Middle Liddell

ποιηρός, ή, όν = ποιήεις, Eur.]