παρπόδιος

Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ον, poet. for παραπόδιος.

German (Pape)

[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρπόδιος -ον [παρά, πούς] op handen zijnd.

Russian (Dvoretsky)

παρπόδιος: дор. = * παραπόδιος.

Greek (Liddell-Scott)

παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.

English (Slater)

παρπόδιος at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παραπόδιος.

Greek Monotonic

παρπόδιος: ποιητ. αντί παρα-πόδιος.