ἀνακτητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).
German (Pape)
[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.
ή, όν,
A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).
[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.