Κηφίσιος

Revision as of 11:18, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

Dor. Καφίσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) Κηφισός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ.Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.

Russian (Dvoretsky)

Κηφίσιος: дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind.