αἰθεροδρόμος

Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393; ὧραι IG12(5).891 (Tenos, perhaps by Aratus), cf. 9(1).881.7 (Corcyra).

Spanish (DGE)

-ον
que corre por el aire οἰωνοί Ar.Au.1392, de la representación pictórica de un auriga AP 16.384
que discurre por el éter ὧραι IG 12(5).891.7 (Tenos I a.C.), ἀστέρες IG 92.1036.7 (Corcira II/III d.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ, δραμεῖν.

German (Pape)

den Äther durchlaufend, πετεινά Ar. Av. 1393.

Russian (Dvoretsky)

αἰθεροδρόμος: носящийся в эфире (πετεινά Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰθεροδρόμος: -ον, ὁ τὸν ἀέρα διατρέχων, Κινησίας παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρ. 1393, Ἀνθ. Πλαν. 384, Συλλ. Ἐπιγρ. 1907.

Greek Monotonic

αἰθεροδρόμος: -ον (δραμεῖν), αυτός που κινείται με γρήγορες κινήσεις στον αιθέρα, αυτός που σχίζει τον αέρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

δραμεῖν
ether-skimming, Anth.