καταρρεπής

Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ές, = ἑτερορρεπής, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.

German (Pape)

ές, sich abwärts, auf eine Seite neigend, ἑτερορρεπής erkl. Hesych.

Russian (Dvoretsky)

καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».

Greek Monolingual

καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.