κοπτή
English (LSJ)
ἡ, A = θαλάσσιον πράσον, Dionys.Utic. ap. Ath.14.648e. II v. κοπτός 11.2.
German (Pape)
ἡ, eine Art Kuchen aus zerstoßenen Stoffen bereitet, bes. aus Sesam und Weizen; κοπταὶ σησαμίδες Artemidor. 1.72; Sopat. bei Ath. XIV.649a; κοπτῆς πλάκες Strat. 54 (XII.212); auch von Arzneien in Kuchenform. – Eigtl. adj. verb. zu κόπτω.
Russian (Dvoretsky)
κοπτή: ἡ пирожок, коржик (из пшеничной муки на кунжутном масле) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτή: ἡ, = πράσον, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 648Ε. ΙΙ. ἴδε κοπτὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
(I)
κοπτή, ἡ (Α)
θηλ. του κοπτός.
(II)
κοπτή ή κόπτη, ἡ (Α) κοπτός
θαλάσσιο πράσο.