οἰστρώδης

Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ες, raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80; λύσσαι Ti.Locr.102e.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.

German (Pape)

ες, wie von der Bremse getrieben, gestachelt, wahnsinnig; λύσσαι, ἐπιθυμίαι, Plat. Tim. 91b, Tim.Locr. 102e; Sp., wie Plut. Non Posse 4.

Russian (Dvoretsky)

οἰστρώδης: словно преследуемый слепнями, т. е. исступленный, безумный (ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.

Greek Monolingual

οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῖ κρατεῖν», Πλάτ.).