στενοχωρής
English (LSJ)
ές,= στενόχωρος, Arist. GA755a27.
German (Pape)
ές, = στενόχωρος, Arist. gen.an. 3.4.
Russian (Dvoretsky)
στενοχωρής: суженный, сдавленный, сжатый: διὰ τὸ στενοχωρές Arst. вследствие сужения.
Greek (Liddell-Scott)
στενοχωρής: -ές, = στενόχωρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 4, 5, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 185.
Greek Monolingual
-ές, Α
στενόχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενόχωρος, κατά τα επίθ. σε -ής (πρβλ. εὐρύ-χωρος: εὐρυ-χωρής)].