στενοχωρής

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοχωρής Medium diacritics: στενοχωρής Low diacritics: στενοχωρής Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΣ
Transliteration A: stenochōrḗs Transliteration B: stenochōrēs Transliteration C: stenochoris Beta Code: stenoxwrh/s

English (LSJ)

στενοχωρές, = στενόχωρος, Arist. GA755a27.

German (Pape)

ές, = στενόχωρος, Arist. gen.an. 3.4.

Russian (Dvoretsky)

στενοχωρής: суженный, сдавленный, сжатый: διὰ τὸ στενοχωρές Arst. вследствие сужения.

Greek (Liddell-Scott)

στενοχωρής: -ές, = στενόχωρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 4, 5, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 185.

Greek Monolingual

-ές, Α
στενόχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενόχωρος, κατά τα επίθ. σε -ής (πρβλ. εὐρύ-χωρος: εὐρυ-χωρής)].